άσμιχτος

άσμιχτος
-η, -ο
επίρρ.
1. αμιγής: Ήξερες πως ό,τι θα αγόραζες από εκείνον θα 'ταν άσμιχτο.
2. αυτός που δε συναντήθηκε με κάποιον άλλο, αυτός που δε συνενώνεται με κάτι άλλο: Τ’ αδέρφια ήταν άσμιχτα πάνω από πέντε χρόνια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άσμιχτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να αναμιχθεί, ν ανακατευτεί με κάτι άλλο 2. εκείνος που δεν έρχεται σε επικοινωνία με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. της λ. συνδέει τη λ. με το αρχ. άμικτος, οπότε το σ θα οφείλεται σε ετυμολογική επίδραση του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”