- άσμιχτος
- -η, -οεπίρρ. -α1. αμιγής: Ήξερες πως ό,τι θα αγόραζες από εκείνον θα 'ταν άσμιχτο.2. αυτός που δε συναντήθηκε με κάποιον άλλο, αυτός που δε συνενώνεται με κάτι άλλο: Τ’ αδέρφια ήταν άσμιχτα πάνω από πέντε χρόνια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.